λευκός

λευκός
λευκός, ή, όν (s. λευκαίνω; Hom.+; ins, pap, LXX, En; TestSol 5:13; Test12Patr; JosAs; ParJer 9:18; Philo, Joseph.; SibOr 3, 617; 622; loanw. in rabb. Fig. [w. οἱ συνιέντες]: οἱ λευκοί Iren.1, 19, 2 [Harv. I 177, 1])
bright, shining, gleaming (Hom. et al.) λ. ὡς τὸ φῶς (Il. 14, 185 λ. ἠέλιος ὡς) brilliant as light Mt 17:2. λ. ἐξαστράπτων Lk 9:29. This mng. is also poss. for some of the foll. pass.
white (including, for the Greeks, many shades of that color, and always opp. of μέλας; cp. our ‘white’ wine) of hair (Tyrtaeus [VII B.C.] 7, 23 of an elderly man’s hair; Soph., Ant. 1092; Lev 13:3ff) Mt 5:36 (opp. μέλας as Menand., Samian 262 [Bodmer p. 61 app.=OxfT p. 259] of Androcles, who dyes his white hair); Rv 1:14a. Of a goatskin Hv 5:1; Hs 6, 2, 5. Of a pebble, used for voting etc. (Lucian, Harmonides 3 p. 855f ψῆφον … τὴν λευκὴν καὶ σώζουσαν) Rv 2:17. Of wool (PRyl 146, 15 [39 A.D.]; Da 7:9 ὡσεὶ ἔριον λ.; En 106:2; ParJer 9:18) 1:14b. Of apocal. horses (cp. JosAs 5:5; Zech 1:8. S. πυρρός) 6:2; 19:11, 14a. Of an apocal. monster w. the colors black, red, gold and white Hv 4, 1, 10; cp. 4, 3, 5. Of a cloud Rv 14:14. Of stones (Michel 509, 17 [241 B.C.]; OGI 219, 36; 268, 17; 339, 34; 105; et al. in ins) Hv 3, 2, 8; 3, 5, 1; 3, 6, 5; Hs 9, 4, 5; 9, 6, 4; 9, 8, 5; 9, 9, 1. Of a chair v 1, 2, 2. Of fields of ripe grain λ. πρὸς θερισμόν white for the harvest J 4:35. Of a mountain Hs 9, 1, 10; 9, 29, 1; 9, 30, 1f; 4. Of a rock 9, 2, 1. Of a throne Rv 20:11. Of garments (Plut., Aristid. 21, 4 festive garment; IPriene 205 εἰσίναι εἰς τὸ ἱερὸν ἁγνὸν ἐν ἐσθῆτι λευκῇ; POxy 471, 95ff; 531, 13; PGM 4, 636; Eccl 9:8; 2 Macc 11:8; Jos., Bell. 2, 1, Ant. 11, 327; TestLevi 8:2; JosAs 5:6 χιτῶνα λευκόν) Mk 9:3; 16:5 (Lucian, Philops. 25 of a heavenly messenger: νεανίας πάγκαλος λευκὸν ἱμάτιον περιβεβλημένος); Ac 1:10; Rv 3:5, 18; 4:4; 6:11; 7:9, 13. A garment is λ. ὡς χιών (Da 7:9 Theod.) Mt 28:3 (opp. of garments appropriate for mourning: Aeschines, Against Ctesiphon 77); Mk 9:3 v.l.; Hs 8, 2, 3f. ἐν λευκοῖς (sc. ἱματίοις) in white (Artem. 2, 3 p. 86, 17; 4, 2 p. 205, 9) J 20:12; Rv 3:4; Hv 4, 2, 1; Hs 8, 2, 4; βύσσινον λ. a white linen garment Rv 19:14b (v.l. λευκοβύσσινον). Of a priest’s clothing made of white linen (s. Schürer II 293) Ox 840, 27. Of shoes Hv 4, 2, 1.—GRadke, D. Bedeutg. d. weissen u. schwarzen Farbe in Kult u. Brauch d. Griech. u. Römer, diss. Berlin ’36; RGradwohl, D. Farben im AT, ’63, 34–50.—On special clothing in some mystery celebrations s. SCole, Theoi Megaloi ’84, 114 n. 125.—B. 1052; 1054. DELG. EDNT. M-M. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λευκός — light masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεῦκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεῦκος — a fish masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …   Dictionary of Greek

  • λεύκος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * (I) λεῡκος, ὁ (Α) [λευκός] ονομασία ψαριού («ἱερὸν ἰχθύν, ὃν λεῡκον καλέουσι», Θεόκρ.). (II) λεῡκος, ὁ (Μ) η λεύκα.… …   Dictionary of Greek

  • Λεύκος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * Λεῡκος, ὁ (Α) θεότητα στη Μίλητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκός, με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. φαιδρά > Φαίδρα, γλαυκός >… …   Dictionary of Greek

  • Λευκός Οίκος — (White House). Συμβατική ονομασία της επίσημης κατοικίας του προέδρου των ΗΠΑ. Κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 1792 και 1800 στη σημερινή λεωφόρο Πενσιλβάνια 1600 της πρωτεύουσας της χώρας Ουάσινγκτον. Τα σχέδια εκπόνησε ο ιρλανδικής καταγωγής… …   Dictionary of Greek

  • λευκός, -ή — ό 1. άσπρος: Η νύφη φορούσε ένα λευκό και μακρύ φόρεμα. 2. μτφ., αγνός, καθαρός: Τον απέλυσαν μόλις έμαθαν ότι δεν είχε λευκό ποινικό μητρώο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λευκὸς κορώνας. — См. Редкая птица …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Λευκός Νείλος — Βλ. λ. Νείλος …   Dictionary of Greek

  • Λευκός Πύργος — Βλ. λ. Θεσσαλονίκη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”